Επικρίσεις κατά πάντων περιέχει έκθεση ανεξάρτητης επιτροπής του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας για τη διαχείριση της πανδημίας του κορωνοϊού, για την ανεπάρκεια των συστημάτων Υγείας των κρατών, αλλά και για τις ολιγωρίες και καθυστερήσεις που οδήγησαν στην απώλεια ζωών.
Οι εμπειρογνώμονες μάλιστα θεωρούν ότι η καταστροφή που προκάλεσε η πανδημία θα θα μπορούσε να αποφευχθεί, αν υπήρχαν ταχύτερη αντίδραση και καλύτερη διαχείριση, ενώ σημειώνουν ότι τον περασμένο Φεβρουάριο, που χαρακτηρίζουν ως «μήνα της χαμένης ευκαιρίας», πολλές χώρες επέλεξαν να περιμένουν, αντί να προχωρήσουν σε μέτρα για την αντιμετώπιση της κατάστασης.
Η ανεξάρτητη ομάδα, που αποτελείται από άτομα υψηλού κύρους, ασκεί κριτική και στην ημερομηνία κήρυξης κατάστασης ανάγκης στις 30 Ιανουαρίου, σημειώνοντας ότι η συγκεκριμένη κίνηση θα έπρεπε να συμβεί έως τις 22 Ιανουαρίου. «Κάθε μέρα μετράει», επισημαίνουν και ζητούν μέτρα και χρηματοδότηση, προκειμένου να πρόσβαση και των φτωχότερων χωρών στα εμβόλια.
«Η πανδημία του κορωνοϊού ήταν μία καταστροφή που μπορούσε να αποφευχθεί και δεν χρειαζόταν να κοστίσει εκατομμύρια ζωές, εάν η παγκόσμια κοινότητα είχε αντιδράσει πιο γρήγορα» , τονίζετει η επιτροπή, που καταδικάζει τους παγκόσμιους ηγέτες και ζητά αλλαγές προκειμένου να τερματιστεί η πανδημία και να διασφαλιστεί ότι δεν θα επαναληφθεί.
Η έκθεση της επιτροπής, με επικεφαλής την Έλεν Κλαρκ, πρώην πρωθυπουργό της Νέας Ζηλανδίας και την Έλεν Τζόνσον Σέρλεφ, πρώην πρόεδρο της Λιβερίας, βρήκε «αδύναμους κρίκους σε κάθε σημείο της αλυσίδας».
Η προετοιμασία ήταν μη συνεπής και υποχρηματοδοτούμενη, το σύστημα συναγερμού ήταν πολύ αργό και πολύ αδύναμο, ενώ ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας ήταν ανεπαρκής. Σύμφωνα με τα μέλη της επιτροπής, η απάντηση που δόθηκε τελικώς οδήγησε στην επιδείνωση των ανισοτήτων. «Η παγκόσμια πολιτική ηγεσία ήταν απούσα» αναφέρει η έκθεση.
Ο Φεβρουάριος του 2020 ήταν «ο μήνας της χαμένης ευκαιρίας»
Η Κλαρκ περιέγραψε τον Φεβρουάριο του 2020 ως τον «μήνα της χαμένης ευκαιρίας για να αποτραπεί η πανδημία, καθώς τόσες πολλές χώρες επέλεξαν να περιμένουν». Κάποιοι επέλεξαν να πάρουν μέτρα όταν οι κλίνες των ΜΕΘ ξεκίνησαν να γεμίζουν.
«Μέχρι τότε, ήταν πολύ αργά για να ανατρέψουν τον αντίκτυπο της πανδημίας», αναφέρει η έκθεση. Σε παγκόσμιο επίπεδο, οι υγειονομικοί έφτασαν στα όριά τους και οι ρυθμοί των κρουσμάτων, των ασθενών και των θανάτων αυξήθηκαν και συνεχίζουν να αυξάνονται.
«Η κατάσταση που βρισκόμαστε σήμερα θα μπορούσε να έχει προληφθεί. Το ξέσπασμα του Sars CoV-2 μετατράπηκε σε καταστροφική πανδημία που έχει σκοτώσει πάνω από 3,25 εκατομμύρια ανθρώπους και συνεχίζει να απειλεί ζωές και τον τρόπο ζωής όλων των ανθρώπων στον πλανήτη. Οφείλεται σε πλειάδα λαθών, κενών και καθυστερήσεων στην προετοιμασία και την απάντηση. Αυτό οφείλεται στην αποτυχία να διδαχθούμε από το παρελθόν» είπε η Σιρλίφ.
«Οι περισσότερες χώρες δεν ήταν προετοιμασμένες»
Ακόμη και τώρα, ανέφερε, χρειάζεται επείγουσα δράση. Υπάρχουν ήδη αρκετές εκθέσεις για προηγούμενες υγειονομικές κρίσεις που καταλήγουν σε λογικές συστάσεις.«Ωστόσο κάθονται μαζεύοντας σκόνη στα υπόγεια του ΟΗΕ και στα ράφια των κυβερνήσεων. Η έκθεση μας δείχνει ότι οι περισσότερες χώρες του κόσμου απλά δεν ήταν προετοιμασμένες για την πανδημία» τόνισε.
Η έκθεση έγινε κατόπιν πρωτοβουλίας του Γενικού Διευθυντή του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας. Στην Παγκόσμια Συνέλευση Υγείας του περασμένου έτους, τα κράτη-μέλη του οργανισμού συμφώνησαν να υπάρξει αμερόληπτη ανασκόπηση του τι συνέβη και τι θα μπορούσε να μάθει κανείς από την πανδημία.
Η επιτροπή ζητά ριζικές αλλαγές. Οι αρχηγοί των κρατών θα πρέπει να συνεργαστούν και να επιβλέπουν τις προετοιμασίες της πανδημίας, να διασφαλίζουν τη χρηματοδότηση και τα εργαλεία που χρειάζεται ο κόσμος. Παράλληλα, θέλουν γρηγορότερες αποφάσεις και καλύτερη χρηματοδότηση. Αυτό που ζητούν τα μέλη της επιτροπής είναι να δεσμευτούν οι ηγέτες των εύπορων χωρών για την παροχή εμβολίων και στον υπόλοιπο κόσμο.
Τι συνέβη στο ξέσπασμα της πανδημίας
Σύμφωνα με την έκθεση, οι Κινέζοι εντόπισαν και προσδιόρισαν τον νέο ιό, όταν εμφανίστηκε στο τέλος του 2019 και εξέδωσαν προειδοποιήσεις που θα έπρεπε να έχουν ληφθεί υπ’ όψιν, κάτι που δεν έγινε με τον ρυθμό που απαιτούνταν.
«Όταν κοιτάμε πίσω σ’ εκείνη την περίοδο, οι κλινικοί στην Γουχάν ενήργησαν γρήγορα, όταν αναγνώρισαν μία συρροή περιπτώσεων πνευμονίας που δεν ήταν φυσιολογικές», λέει η Σιρλίφ.
Ωστόσο, τα συστήματα άργησαν και δεν λειτούργησαν με ταχύτητα. Ο ΠΟΥ «παρεμποδίστηκε και δεν βοήθησε τους διεθνείς κανονισμούς και τις διαδικασίες υγείας». Οι κανονισμοί που δίνουν την εξουσία στον ΠΟΥ να κηρύξει έκτακτη ανάγκη για τη δημόσια υγεία σε διεθνές επίπεδο θεσπίστηκαν το 2007 και δεσμεύουν τον οργανισμό για εμπιστευτικότητα και εξακρίβωση, αποτρέποντας τη γρήγορη δράση, ενώ οι χώρες απαγορεύεται να κλείνουν άσκοπα τα σύνορά τους, εμποδίζοντας το εμπόριο.
Ο ΠΟΥ καθυστέρησε να κηρύξει κατάσταση έκτακτης ανάγκης
Σύμφωνα με την Επιτροπή, ο ΠΟΥ θα έπρεπε να κηρύξει κατάσταση έκτακτης ανάγκης έως τις 22 Ιανουαρίου, κι όχι στις 30 Ιανουαρίου όπως συνέβη. Οι χώρες, τον «χαμένο» Φεβρουάριο έπρεπε να προετοιμαστούν. Ωστόσο κάποιες χώρες υποτίμησαν την επιστήμη και αρνήθηκαν τη σοβαρότητα της νόσου με «θανατηφόρες συνέπειες».
Η Κλαρκ επισημαίνει ότι υπήρξε συνδυασμός παραγόντων έλλειψης παγκόσμιας ηγεσίας και συνεργασίας, γεωπολιτικών εντάσεων και εθνικισμών, με αποτέλεσμα οι μηχανισμοί να είναι αποδυναμωμένοι. Η επιτροπή προτείνει περισσότερες εξουσίες και χρηματοδότηση στον ΠΟΥ, καθώς και τη δημιουργία ενός παγκόσμιου συμβουλίου απειλών υγείας, στο οποίο θα μετέχουν αρχηγοί κρατών.
Παράλληλα, η επιτροπή ανησυχεί ακόμη για την τρέχουσα κατάσταση της πανδημίας, λόγω της αύξησης των κρουσμάτων και την παρουσία μεταλλάξεων. Καλεί μάλιστα κάθε χώρα να πάρει τα απαραίτητα μέτρα για να σταματήσει τη διασπορά. Παράλληλα, οι πλούσιες χώρες θα πρέπει να δεσμευτούν και να δώσουν στον Covax τουλάχιστον 1 δισεκατομμύριο δόσεις μέχρι την 1η Σεπτεμβρίου, προκειμένου να δοθούν σε 92 φτωχές και μικρομεσαίες χώρες και πάνω από 2 δισεκατομμύρια δόσεις μέχρι τα μέσα του 2022.
Τα μέλη της επιτροπής προτείνουν και ένα μοντέλο χρηματοδότησης, για να καλυφθεί το χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχότερων χωρών. Ειδικότερα, πρότειναν να χρηματοδοτήσουν οι χώρες της G7 το 60% των 19 δισεκατομμυρίων δολαρίων που απαιτούνται για εμβόλια, φάρμακα, τεστ. Το υπόλοιπο 40% προτείνεται να καλυφθεί από τις χώρες της G20 και τις πλουσιότερες χώρες. Παράλληλα, ο ΠΟΥ και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου καλούνται να συνεργαστούν, προκειμένου να αυξηθεί η παραγωγή εμβολίων στις χώρες που διαθέτουν τη δυνατότητα να δημιουργήσουν γραμμές παραγωγής.